Dictionary of Greek. 2013.
προσβοηθώ — έω, ιων. τ. προσβωθέω Α τρέχω για βοήθεια κάποιου («Κερκυραῑοι μετ αὐτῶν πεντήκοντα ναυσὶ προσβεβοηθηκότες», Θουκ.) … Dictionary of Greek